Σάββατο 9 Απριλίου 2011
Η ορνιθοπανίδα των Οινιάδων
Η ορνιθοπανίδα των Οινιάδων είναι ιδιαίτερα πλούσια και εντυπωσιακή . Οι Οινιάδες και η ευρύτερη περιοχή φιλοξενούν μεγάλο αριθμό πτηνών με ιδιαίτερη οικολογική αξία τα οποία παρατηρούνται με μεγάλη προσήλωση τόσο από την επιστημονική κοινότητα και τους φυσιολάτρες όσο και από απλούς πολίτες που εντυπωσιάζονται από την εμφάνιση των ειδών αυτών .
Ένα συχνά παρατηρούμενο είδος είναι ο
Σταχτοτσικνιάς . Αποτελεί τον πίο κοινό ερωδιό . Είναι ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη με 90 εκ. ύψος περίπου . Αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι το σταχτί πάνω μέρος του , λευκωπό από κάτω και το χαρακτηριστικολοφίο του , το ράμφος του είναι κίτρινο και μακρύ όμως την περίοδο της αναπαραγωγής γίνεται κοκκινωπό . Συήθως διαλέγει λίμνες, ποτάμια με πλούσια βλάστηση και καραδοκεί πολύ ώρα ακίνητος μέσα ή κοντά στο νερό μέχρι να εμφανιστεί η λεία του , η οποία κατά βάση είναι ψάρια , σαύρες , βατράχια , σκουλήκια , σαλιγκάρια και ποντίκια . Χτίζει τη φωλιά του σε δένδρα ή σε καλαμιές , γεννάει τον Μάρτιο – Απρίλιο 4-5 ανοιχτόχρωμα γαλάζια αυγά τα οποία κλωσάει για 25-26 ημέρες. Οι νεοσσοί δεν πετούν πριν συμπληρώσουν 50 ημέρες ζωής .
Άλλο ενδιαφέρον είδος είναι η Ασπροκώλα η οποία συναντάται σε δύο μορφές : • με μαύρο λαιμό • με ανοιχτόχρωμο λαιμό
Το φτέρωμα της κατά την άνοιξη της είναι πολύ πιο διακριτό και έντονα χρωματισμένο . Και στις δύο μορφές της έχει μαύρα φτερά, ανοιχτόχρωμο κάτω μέρος σώματος και μια μακριά λευκή ουρά με μια κεντρική μαύρη λωρίδα, μαύρη κορυφή και μαύρα πλευρά . Στην μορφή με το μαύρο λαιμό όλος ο λαιμός είναι μαύρος ενώ στη μορφή με τον ανοιχτόχρωμο λαιμό μόνο τα μάγουλα είναι μαύρα . Τα θηλυκά ξεχωρίζουν από τα αρσενικά γιατί είναι καφέ με πορτοκαλί στήθος και ανοιχτόχρωμη κοιλιά . Κατά μέσο όρο έχει μέγεθος 14 εκατοστά και ζυγίζει 15-22 γραμμάρια .
Επίσης παρατηρούμε τη λευκοσουσουράδα η οποία είναι χαρακτηριστική της ακτής σε όλη την Ελλάδα . Είναι εξαιρετικά προσαρμοσμένη στη ζωή στην άκρη του νερού , , ελίσσεται ανάμεσα στους βράχους και τα κύματα εκμεταλλευόμενη πηγές τροφής όπως μικρά καρκινοειδή, απρόσιτες σε άλλα μικροπούλια. Συνήθως Τον χειμώνα ο ντόπιος πληθυσμός του είδους ενισχύεται με επισκέπτες από βορειότερες χώρες που διασκορπίζονται ακόμη και στους δρόμους και τις πλατείες των χωριών.
Εξαιρετικής σημασίας είναι και ο λευκοτσικνιάς . Αποτελεί ένα λεπτό και ιδιαίτερα κομψό πουλί, με μέγεθος 55-65 εκατοστά από το ράμφος μέχρι την ουρά του και με άνοιγμα φτερών 88-95 εκατοστά. Το χρώμα του είναι λευκό πουλί, με μαύρο ράμφος, μαύρα πόδια και κίτρινα δάχτυλα . Κατά την
άνοιξη , την περίοδο αναπαραγωγής του το μέτωπό του γίνεται κιτρινοκόκκινο και
σχηματίζονται φτερά από δύο επιμήκη φτερά του λαιμού του και μακρυά φτερά από την ωμοπλάτη του σχηματίζουν έναν μανδύα . Τον υπόλοιπο χρόνο το μέτωπό του είναι γαλανοπράσινο ή γκριζογάλανο και δεν έχει επιπλέον φτερά . Τα νεαρά πουλιά έχουν γκρίζο μέτωπο, ροζ κάτω σιαγόνα και πράσινα – καφέ πόδια .
Ειδός το οποίο είναι γνωστό και από την ελληνική μυθολογία αποτελεί η Αλκυόνη . Κατά μία εκδοχή, ο Δίας μεταμόρφωσε την Αλκυόνη και τον άνδρα της σε πουλιά της θάλασσας, γιατί ονόμαζαν τον εαυτό τους Δία και Ήρα. Σύμφωνα όμως με έναν άλλο, η Αλκυόνη έπεσε στη θάλασσα, μόλις έμαθε ότι πνίγηκε σε ναυάγιο ο άντρας της. Από την Αλκυόνη πήραν και το όνομα οι "αλκυονίδες ημέρες". Ως πουλί στην Ελλάδα είναι επίσης γνωστό με τα ονόματα ψαροπούλι, βασιλοπούλι κλπ., είναι πουλί που ανήκει στην τάξη των κορακόμορφων, της οικογένειας των Αλκυονιδών ή Αλκυδονιδών και συνολικά υπάρχουν 88 είδη αλκυονιδών. Το μήκος του είναι από 16 μέχρι 47 εκατοστά. Τα φτερά τους έχουν άνοιγμα από 25 έως 65 εκατοστά. Όλα τα είδη έχουν χαρακτηριστικά μεγάλο κεφάλι με μεγάλο ράμφος. Το χρώμα του φτερώματος διαφέρει και παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία συνδυασμών, με βασικά χρώματα το άσπρο, το γκρίζο, το μαύρο, λαμπρό μπλε και κόκκινο. Αλκυονίδες θα συναντήσουμε σε ολόκληρη σχεδόν τη γη. Ζουν στις θάλασσες, στις όχθες των λιμνών και των ποταμών, αλλά υπάρχουν και μερικά είδη, που ζουν στα δάση και στις ημιέρημες περιοχές . Τρέφονται με ψάρια, για τα είδη που ζουν στις θάλασσες, τα ψάρια του γλυκού νερού και τα υδρόβια έντομα, για εκείνα που ζουν στις λίμνες και στα ποτάμια.
Θαλασσοσφυριχτής, αποδημητικό είδος με Μήκος 15-17 cm , βάρος 40-60 g και άνοιγμα φτερούγων 42-45 cm . Χαρακτηρίζεται από ωχρότερο το πάνω μέρος. Ράμφος και πόδια μαυρωπά. Σκοτεινή κηλίδα στο μάτι.Σκοτεινές κηλίδες δεξιά-αριστερά του στήθους. Αρσενικό με ξανθοκίτρινο στέμμα και μαυρωπή κηλίδα στο μέτωπο-φρύδι. Μαύρη κηλίδα από βάση ράμφους, περνά τα μάτια και μέχρι λαιμό.Το θηλυκό με κοκκινόχρωμες και καστανές κηλίδες και μαύρες στα πλαϊνα του στήθους. Χωρίς μαύρο στέμμα. Γεννά 4 αυγά τα οποία κλωσσά 24-27 ημέρες. Ζει 10 χρόνια περίπου σε θαλάσσιες ακτές και σε αμμώδεις παραλίες.
Εξαιρετικά γνωστό και εντυπωσιακό είδος της περιοχής αποτελεί το φλαμίνγκο , το οποίο συναντάται σε μεγάλες αποικίες . Τα εντυπωσιακά φοινικόπτερα διαβιούν σε αλατούχες περιοχές αφού εκεί βρίσκουν την τροφή τους ή περιοχές πολύ κοντά στη θάλασσα. Τα φλαμίνγκο έχουν ειδικούς μηχανισμούς στα ρουθούνια τους για να αποβάλλουν το αλάτι και συναντώνται κυρίως σε αλυκές . Είναι Μεγάλα σε μέγεθος, εκθαμβωτικά σε χρώμα και λυγερόκορμα , αεικίνητα και διανύουν μεγάλες αποστάσεις σε όλη τη Μεσόγειο . Το
φλαμίνγκο είναι ανοιχτόχρωμο, για την συγκεκριμένα γκριζωπό , ροζ γίνεται μετά τα 4 χρόνια του, από τα καροτενοειδή, τα συστατικά εκείνα των τροφών που καταλήγουν στα φτερά και δίνουν το έντονο χρώμα. Αγαπημένο τους φαγητό είναι οι γαρίδες, τρώνε όμως και φύκια, ασπόνδυλα και έντομα. Στην ενηλικίωσή τους όταν το χρώμα τους γίνεται ροζ, αρχίζει η σεξουαλική τους ζωή. Η αλλαγή του καιρού με τους ήπιους χειμώνες, καθώς και η ένταξη πολλών περιοχών σε δίκτυα που προστατεύονται από διεθνείς συνθήκες, δικαιολογούν την εμφάνιση χιλιάδων φλαμίνγκο . Τα τελευταία χρόνια μάλιστα τα βλέπουμε όλο τον χρόνο, ενώ συχνά οι επιστήμονες εντοπίζουν και φωλιές τους σε παράκτιες περιοχές, χωρίς ωστόσο να έχει αποδειχτεί ότι έχουν αναπαραγωγικές αποικίες. Μπορεί να διανύουν χιλιάδες χιλιόμετρα, αλλά πάντα επιστρέφουν στις εστίες τους για να αναπαραχθούν. Υπό έρευνα παραμένει ακόμη ο χρόνος ζωής των φοινικόπτερων. Άτομα που βρίσκονταν στην αιχμαλωσία έζησαν μέχρι και 70 χρόνια, ενώ άλλα που ήταν ελεύθερα στη φύση έζησαν τουλάχιστον 30 χρόνια.
Όσον αφορά τα γεράκια της περιοχής , αποτελεί Αρπαχτικό ημερόβιο πουλί της οικογένειας των ιερακιδών . Τα ενήλικα γεράκια διαθέτουν λεπτά δρεπανοειδή φτερά, που τα βοηθούν να
πετούν με υψηλή ταχύτητα και να αλλάζουν γοργά ταχύτητα ενώ Τ α νεότερα γεράκια, στα πρώτα χρόνια της πτήσης τους, έχουν μακρύτερο φτέρωμα, για να εξυπηρετούνται γενικότερες ανάγκες πτήσης ενός αρπακτικού. Το σώμα του είναι επίμηκες, εύρωστο και φτάνει σε μήκος τα 33-35 εκατοστά. Η ουρά του είναι
λεπτή και έχει μήκος περίπου 24 εκατοστά. Οι φτερούγες του είναι μακριές και μυτερές έτσι εξασφαλίζει ένα ελαφρύ και γρήγορο πέταγμα. Το κεφάλι του, ο λαιμός του και η ουρά του είναι γκριζωπά, ενώ η ράχη του είναι καστανόχρωμη. Το κάτω μέρος του λαιμού του, το στήθος και η κοιλία του έχουν άσπρο η πολύ ανοιχτό κίτρινο χρώμα. Τα πόδια του είναι κίτρινα, κοντά και καλύπτονται από φτερά. Τα δάχτυλα του φέρουν γαμψά και δυνατά νύχια. Το χρώμα του ράμφους του είναι καστανοκίτρινο και είναι κοντό και γαμψό έτσι ώστε να το βοηθά να κόβει τη λεία του.
Τρέφεται με ποντίκια, μικρά πουλιά και έντομα. Τρέφεται με ποντίκια, μικρά πουλιά και έντομα.Το θηλυκό γεννά 2-6 αυγά που είναι σχεδόν κοκκινωπά με σκούρα στίγματα. Το θηλυκό επωάζει τα αυγά για περίπου 28-30 μέρες. Οι δυο γονείς μαζί αναλαμβάνουν να αναθρέψουν τους νεοσσούς και να τους εκπαιδεύσουν στην αναζήτηση λείας. Τα μικρά εξαρτώνται από τους γονείς τους για 3-8 εβδομάδες. Ώσπου να γίνουν τα μικρά ανεξάρτητα το αρσενικό εφοδιάζει με τροφή όλη την οικογένεια, ενώ το θηλυκό προσέχει τα μικρά. Επιχειρούν μικρές μεταναστεύσεις την άνοιξη και το φθινόπωρο και μονό τότε συγκεντρώνονται σε ομάδες. Θεωρούνται ωφέλιμα για τη γεωργία επειδή μερικά τρέφονται με έντομα.
Οι πελαργοί είναι αδιαμφισβήτητα από τα πιο αγαπητά πουλιά της ελληνικής υπαίθρου που έχουν συνδέσει το όνομά τους με μια ολόκληρη σειρά λαϊκών δοξασιών . Από τα πανάρχαια χρόνια ο πελαργός
έχαιρε του σεβασμού και την αγάπης των αγροτών καθώς τον θεωρούσε από τα πολύ ωφέλιμα πουλιά, επειδή τρεφόταν με ποντίκια, φίδια, έντομα και σαύρες. Ανήκει στην οικογένεια των Πελαργίδων Ciconiidae και είναι γνωστός και με τις ονομασίες λελέκι, λέλεκας. Πρόκειται για ένα μεγαλόσωμο ημερόβιο πουλί με ασπρόμαυρο φτέρωμα, μακρύ λευκό λαιμό, μακριά κόκκινα πόδια και κόκκινο ράμφος. Η ουρά του είναι κοντή και στρογγυλωπή και χρησιμεύει σαν πηδάλιο κατά το πέταγμα. Το μέγεθος του λευκοπελαργού κυμαίνεται από 95 έως 110 εκατοστά. Το άνοιγμα των φτερών του αγγίζει τα 220 εκατοστά και το βάρος του φτάνει μέχρι και 4 κιλά. Το θηλυκό δεν διαφέρει ουσιαστικά από το αρσενικό παρά μόνο στο ράμφος που στα αρσενικά είναι πιο μακρύ, πιο χονδρό και πιο κυρτό προς τα πάνω, ενώ το ανήλικο έχει πιο μουντό κόκκινο ράμφος με σκούρα άκρη. Τον χαρακτιρίζει το αργό περπάτημά του και από την κλασική στάση με το ένα πόδι μαζεμένο κάτω από τις φτερούγες του. Αν και τρέφεται σε λίμνες, λιμνοθάλασσες και ρυάκια, μπορεί και περπατάει σε βαλτώδες έδαφος χωρίς να βουλιάζει.. Ο Πελαργός θεωρείται βουβό πουλί, αλλά αναπληρώνει την φωνή του με το δυνατό κροτάλισμα του ράμφους του. Σε σπάνιες περιπτώσεις βγάζει μια λαρυγγώδη φωνή ή ένα σφύριγμα. Ο Λευκοπελαργός συναντάται σε όλη την Ευρώπη, την Τουρκία, την Κεντρική Ασία, την βόρεια Αφρική. Σαν φυσικός του βιότοπος θεωρούνται οι πεδινές αγροτικές περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας με πρόσβαση σε καλλιέργειες, σε ρέματα και έλη. Είναι κοινωνικό πουλί, δεν φοβάται τον άνθρωπο και προτιμά να φωλιάζει σε στύλους της ΔΕΗ, σε καμινάδες, σε μεγάλα δέντρα, σε εκκλησίες και καμπαναριά. Επιλέγει συνήθως ψηλά σημεία για να μπορεί να ελέγχει για πιθανούς θηρευτές. Φυσικοί του εχθροί αναφέρονται κάποια αρπακτικά όπως ο Χρυσαετός και ο Σπιζαετός. Είναι μονογαμικό πουλί Το χτίσιμο της φωλιάς από ένα ζευγάρι μπορεί να διαρκέσει μέχρι και 8 ημέρες. Γύρω στον Απρίλιο η θηλυκιά γεννάει κάθε δεύτερη μέρα συνολικά από 2 έως 5 ολόλευκα και ελλειπτικού σχήματος αυγά το βάρος των οποίων αγγίζει τα 100 γραμμάρια. Η επώαση κρατάει ένα μήνα περίπου και συμμετέχουν εξίσου. Συνήθως τρέφονται με φίδια, σαύρες, βατράχια, ακρίδες, τριζόνια, ψάρια, σκουλήκια, μικρά θηλαστικά, αλλά και με αυγά άλλων πουλιών. Καταπίνουν την τροφή τους αμάσητη ή την τεμαχίζουν με το δυνατό ράμφος τους.
Ο Κορμοράνος είναι ένα διαδεδομένο θαλασσοπούλι , μεγάλο μαύρο , που το μήκος του κυμαίνεται στα 77-94 εκατοστά και με άνοιγμα φτερών που μπορεί να φτάσει τα 121-149 εκατοστά . Έχει μακριά ουρά και λευκό πηγούνι, ενώ τα ενήλικα άτομα την περίοδο της αναπαραγωγής αποκτούν λευκές κηλίδες στους μηρούς και λευκό
φτέρωμα στο κεφάλι. Χαρακτηριστικό του κορμοράνου είναι ο κίτρινος λαιμός του που διακρίνεται εύκολα. Τα νεαρά άτομα είναι γενικότερα πιο ανοιχτόχρωμα . Ζει συνήθως κοντά στη θάλασσα, σε λιμνοθάλασσες, λίμνες και ποτάμια. Το χειμώνα αποδημεί προς το Νότο κατά μήκος των ακτών. Συχνά τον βλέπουμε να κάθεται σε στήλους και βράχια κοντά στη θάλασσα ή σε λίμνες και ποτάμια με ανοιχτές τις φτερούγες για να τις στεγνώσει. Άριστος κολυμβητής και καλός ψαράς
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πόσο σημαντικά είδη μπορούμε να παρατηρήσουμε στην
ευρύτερη περιοχή των Οινιαδών και πόσο συνδεδεμένα είναι αυτά τόσο με το περιβάλλον στο οποίο ζουν όσο και με τις ανθρωπινές δραστηριότητες . Όλα έχουν τη δική τούς σημασία και συμβολή , η παρουσία τους μας υποδηλώνει τη
κατάσταση στην οποία βρίσκεται το περιβάλλον και η εξαφάνιση τους θα είχε άμεσες επιπτώσεις και στον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του .
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)